ὕφαινε

ὕφαινε
ὕ̱φαινε , ὑφαίνω
weave
imperf ind act 3rd sg
ὑφαίνω
weave
pres imperat act 2nd sg
ὑφαίνω
weave
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὕφαιν' — ὕ̱φαινε , ὑφαίνω weave imperf ind act 3rd sg ὕφαινε , ὑφαίνω weave pres imperat act 2nd sg ὕφαινε , ὑφαίνω weave imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πηνελόπη — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του βασιλιά της Σπάρτης ή των Αμυκλών Ικαρίου και σύζυγος του Οδυσσέα. Ένα χρόνο μετά τον γάμο τους, ο Οδυσσέας έφυγε για τον Τρωικό πόλεμο, αφήνοντας την με το γιο τους Τηλέμαχο, βρέφος ακόμα. Είκοσι… …   Dictionary of Greek

  • κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… …   Dictionary of Greek

  • πάσσω — αττ. τ. πάττω, Α 1. πασπαλίζω κάτι τριμμένο, επιπάσσω («θελκτήρια φάρμακ ἔπασσεν αἰθέρι καὶ πνοῆσιν», Απολλ. Ρόδ.) 2. ραίνω, ραντίζω με κάτι ρευστό 3. μτφ. διακοσμώ («ἱστὸν ὕφαινε... δίπλακα πορφυρέην, ἐν δὲ θρόνα ποικίλλ ἔπασσε», Ομ. Ιλ.) 4. φρ …   Dictionary of Greek

  • περίμετρος — (I) η, ΝΜΑ το μήκος μιας κλειστής καμπύλης (α. «η περίμετρος τού κύκλου είναι 2πR, όπου R η ακτίνα του» β. «τὴν περίμετρον τριῶν σταδίων», Θεόφρ. γ. «τοῡτο δ ἐστὶν ἡ περίμετρος τῆς γῆς», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ …   Dictionary of Greek

  • Αλκοθόη ή Αλκιθόη — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Μινύα, που προκάλεσε τον θυμό του Διονύσου, επειδή έμεινε στο σπίτι με τις αδελφές της Λευκίππη και Αριστίππη και ύφαινε, ενώ οι άλλες γυναίκες πανηγύριζαν τον θεό. Ο Διόνυσος τις έκανε μανιακές και βγήκαν στα βουνά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”